Mε αφορμή το νέο άλμπουμ των Garbage, Let All That We Imagine Be the Light, η Σίρλεϊ Μάνσον μίλησε για τη ζωή της πριν και μετά την μπάντα στον The Guardian.

O ήχος του νέου τους άλμπουμ έχει έναν γνώριμο ήχο γράφει η Zoe Williams. Και κατά κάποιο τρόπο οι μελωδίες και οι στίχοι είναι εξέλιξη όλων των δημιουργιών που καθιέρωσαν το συγκρότημα ως μια από τις πιο εμβληματικές βρετανικές μπάντες των 90s. Tα ιδανικά «σκουπίδια» μιας σκηνής που φλέρταρε με την ποπ και τη ροκ έχοντας ως προνόμιο τη φωνή και την ηλεκτρική παρουσία της Σίρλεϊ Μάνσον.

Απίστευτα Σκωτσέζα, αν και έχει ζήσει κυρίως στις ΗΠΑ για σχεδόν 30 χρόνια, η Μάνσον δεν της αρέσει η κολακεία. «Νομίζω ότι ίσως απλώς σχετίζεσαι βαθιά με τους στίχους του Chinese Fire Horse», λέει με ειρωνεία μιλώντας στο τηλέφωνο από το Λος Άντζελες.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_m1’); });

Αυτό το κομμάτι μιλάει για τη ζωή που σε μασάει και σε φτύνει επειδή μεγάλωσες. Η Μάνσον είναι 58.

Το Let All That We Imagine, ο τίτλος του νέου άλμπουμ, έχει τις ρίζες του στο 2016, όταν η Mάνσον έπεσε από τη σκηνή την πρώτη μέρα της περιοδείας για το Strange Little Birds, το τελευταίο άλμπουμ της μπάντας πριν από αυτό.

«Δεν κατηγορώ τον εαυτό μου για την σωματική μου υπερβολή», λέει. «Σκεφτόμουν τους στίχους, σκεφτόμουν το σώμα μου, και έπεσα στο φράχτη ασφαλείας. Έσπασα το ισχίο μου αρκετά άσχημα, αλλά χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να διαλυθεί».

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_m2’); });

«Ήμουν τόσο νέα και πεινασμένη και αποσπασμένη. Ήμουν τυφλή από τη λάμψη της καριέρας μου. Δεν πρόσεχα. Τότε, διάβαζα στον Τύπο όσα έγραφαν για μένα, σαν ηλίθια. Διάβαζα αυτές τις φρικτές περιγραφές, πραγματικά υποτιμητικές ή γεμάτες σεξουαλικά υπονοούμενα, ή απλώς κακές. Με τσάκισε»

Η Μάνσον έκανε επέμβαση για ολική αρθροπλαστική ισχίου το 2023. «Η σωματική ανάρρωση είναι εκπληκτικά εύκολη», λέει. «Αν και νιώθεις περίεργα. Έπρεπε να κυκλοφορώ με ένα αμαξίδιο -σε αφήνω να το κάνεις εικόνα, δεν θα πω περισσότερα».

Ωστόσο, ανάμεσα στον πόνο και τα παυσίπονα, οι Garbage ενώθηκαν δημιουργικά εξ αποστάσεως, με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος να της στέλνουν μουσικές ιδέες. «Ένιωθα πραγματικά απομονωμένη. Το συγκρότημά μου δεν είναι επικοινωνιακό στις καλύτερες στιγμές, και ήμουν εντελώς αποκομμένη από αυτούς. Το μόνο που έπαιρνα ήταν αυτά τα ορχηστρικά κομμάτια με κάποιους τρελούς τίτλους» θυμάται.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_middle_2’); });

Τα προβλήματα στην υγεία της ήταν ένα ακόμη κίνητρο για τη Μάνσον. «Ήταν μεγάλη πρόκληση. Αμφισβητείς τα πάντα, πώς θέλεις να προχωρήσεις στη ζωή σου, ιδιαίτερα εγώ που βρίσκομαι σε αυτό το προχωρημένο στάδιο της καριέρας μου. Ήταν επίσης πολύ συναρπαστικό, όμως, πρέπει να είμαι ειλικρινής μαζί σου – σκοτεινό και καταθλιπτικό και ψυχοφθόρο, και επίσης κάπως υπέροχο».

Η Μάνσον που καθιερώθηκε ως το poster girl του 1995, μετά την κυκλοφορία των Only Happy When It Rains και Stupid Girl – και τα δύο κυκλοφόρησαν το 1995 και έγιναν το soundtrack της χρονιάς, καυστικά, εύκολα στο να «κολλήσουν» στο μυαλό αν και όχι για όλους – είχε πιάσει την ευκαιρία από τα μαλλιά. Είχε καταφέρει να βγει από την αφάνεια, να έχει εισόδημα και να μην περιμένει τα προνοιακά απιδόματα για να ζήσει. Επιτέλους, την πλήρωναν για να κάνει μουσική.

«Ήμουν αρκετά δυστυχισμένη, όταν έλαβα ένα τηλεφώνημα από το πουθενά. Θέλεις να έρθεις να δουλέψεις στην Αμερική; ήταν η πρόσκληση. Πριν το καταλάβω, ήμουν στον αέρα, πετώντας για το Μάντισον, στο Ουισκόνσιν, δουλεύοντας σε ένα νέο δίσκο, με ένα ολοκαίνουργιο συγκρότημα και ανθρώπους που δεν είχα ξανασυναντήσει, και ήταν μια τρελή, τρελή εμπειρία» λέει.

Ο άνθρωπος που την έφερε στις ΗΠΑ πρώτη φορά ήταν ο Vig, ο οποίος, τότε σχεδόν 40, ήταν διάσημος ως παραγωγός του Nevermind των Nirvana και ήταν ένα παντοδύναμο όνομα της εναλλακτικής ροκ, υπογράφοντας παραγωγή σε άλμπουμ των Sonic Youth και Smashing Pumpkins.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_middle_3’); });

«Είναι τόσο τρελό», λέει η Μάνσον. «Για τη σκηνή της ποπ, ήμασταν αρχαίοι όταν ξεκινήσαμε. Ήμουν το νεότερο μέλος του συγκροτήματος, και ήμουν 28».

Το ομότιτλο ντεμπούτο άλμπουμ των Garbage ήταν μια καλά μελετημένη επιτυχία. Πούλησε 4 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως και έγινε διπλά πλατινένιο στις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο και την Αυστραλία.

«Καθώς τα χρόνια περνούσαν, συνειδητοποίησα ότι δεν ανήκω σε κανέναν. Κανείς δεν με θέλει πραγματικά»

«Καθώς τα χρόνια περνούσαν, συνειδητοποίησα ότι δεν ανήκω σε κανέναν. Κανείς δεν με θέλει πραγματικά» λέει. «Είμαι σίγουρα μια καλλιτέχνιδα από τη Σκωτία αλλά η Σκωτία δεν μας έχει δει πραγματικά ως σκωτσέζικο συγκρότημα, και η Αγγλία προφανώς δεν μας έχει δει ως βρετανικό συγκρότημα, και μετά ερχόμαστε στην Αμερική, και νομίζουν ότι είμαστε κάποιο είδος διατλαντικού σούπερ γκρουπ. Οι Garbage δεν έχουμε προσγειωθεί πουθενά, πραγματικά».

Η δεκαετία του ’90 ήταν επίσης σκληρή για τις γυναίκες στη μουσική βιομηχανία.

«Ήμουν τόσο νέα και πεινασμένη και αποσπασμένη. Δεν παρατήρησα πολλά περιστατικά μισογυνισμού και σεξισμού στην αρχή της καριέρας μου», λέει η Mάνσον.

«Ήμουν τυφλή από τη λάμψη της καριέρας μου. Δεν πρόσεχα. Τότε, διάβαζα στον Τύπο όσα έγραφαν για μένα, σαν ηλίθια. Διάβαζα αυτές τις φρικτές περιγραφές, πραγματικά υποτιμητικές ή γεμάτες σεξουαλικά υπονοούμενα, ή απλώς κακές. Δεν ήταν μόνο οι άνδρες αρθρογράφοι, αν και κυρίως οι δημοσιογράφοι της μουσικής της δεκαετίας του ’90 ήταν άνδρες. Πραγματικά με πλήγωσε όλο αυτό. Με δυσκόλεψε» θυμάται.

Η κριτική ήταν συχνά αισχρή και χυδαία, και πάντα τοξική. Ο βρετανικός Τύπος δεν συμπαθούσε τους Garbage. H Mάνσον έχει μια θεωρία που δικαιολογεί εν μέρει την τοξική υποδοχή τους.

«Μισώ τη φράση ΄ψυχική υγεία’. Έχω μια πολύ υγιή ψυχή. Είμαι αρκετά σκληρή, ψυχικά. Έχω σίγουρα υποφέρει από περιόδους κατάθλιψης. Το βλέπω ως μια υγιή αντίδραση όταν ζεις σε αυτόν τον κόσμο. Νομίζω ότι όλη αυτή η ανοησία σχετικά με το ότι πρέπει μόνιμα να αισθανόμαστε ευτυχισμένοι είναι γελοία»

«Νομίζω ότι έχει να κάνει με τη δεκαετία του ’90 που σύστησε έναν διαφορετικό τύπο γυναίκας, για πρώτη φορά, στη μουσική κουλτούρα», λέει η Mάνσον.

«Απελευθερωμένη, με άποψη, πολιτικοποιημένη, συχνά όμορφη και ισχυρή. Στην αρχή, νομίζω ότι το θεωρούσαν μια θαυμάσια ιδέα αλλά μετά ενόχλησε. Ήταν σαν να είχαν συμφωνήσει σε μια ιδέα. Του τύπου ‘Για περίμενε, αυτές οι γυναίκες παίρνουν πολλή προσοχή και καταλαμβάνουν πολύ χώρο στις στήλες, και αυτό πρέπει να σταματήσει’. Ίσως υποσυνείδητα, όχι σκόπιμα, νομίζω. Αλλά υπήρχε μια αίσθηση: ‘Μπορείς να επιστρέψεις στην τρύπα από την οποία βγήκες. Ας επιστρέψουμε στη μουσική που είναι πραγματική, σοβαρή μουσική, σωστή δημιουργικότητα, σημαντικές δηλώσεις και σημαντικοί ήχοι που προέρχονται από τους άνδρες’».

«Το πρόβλημα με την μεγάλη επιτυχία είναι ότι συνοδεύεται με πολλή έκθεση. Η εικόνα σου είναι παντού. Σε κάποιες λήψεις μοιάζεις με σένα, σε άλλες καθόλου. Δεν μπορούσα να διαχειριστώ κάτι τέτοιο. Το βρήκα απεχθές. Δεν πήρα ούτε μια ίντσα ευχαρίστησης από αυτό. Ένιωθα ότι, αν ήμουν αρκετά καλή, θα έμοιαζα με αυτή την εικόνα στα περιοδικά. Αλλά δεν είμαι, οπότε πρέπει να την ενισχύσουν με φώτα και μακιγιάζ και μαλλιά και στιλίστες. Πραγματικά μου τσάκισε την αυτοεκτίμησή μου» προσθέτει.

Ως τέτοια η Μάνσον επέστρεψε εκεί που ένιωθε άνετα. Στην ατόφια, ωμή ειλικρίνεια της.

Μίλησε για την κατάθλιψη και την διαταραχή σωματικής δυσμορφίας, αλλά αυτή η ειλικρίνεια προφανώς και αλλοιώθηκε. Τα λόγια της «παραμορφώθηκαν» στα μέσα ενημέρωσης ως ευθραυστότητα και αδυναμία, κάτι που την ενοχλεί πολύ.

«Μισώ τη φράση ΄ψυχική υγεία’. Έχω μια πολύ υγιή ψυχή. Είμαι αρκετά σκληρή, ψυχικά. Έχω σίγουρα υποφέρει από περιόδους κατάθλιψης. Το βλέπω ως μια υγιή αντίδραση όταν ζεις σε αυτόν τον κόσμο. Νομίζω ότι όλη αυτή η ανοησία σχετικά με το ότι πρέπει μόνιμα να αισθανόμαστε ευτυχισμένοι είναι γελοία.»

«Έπαθα μεγάλη ζημιά, ήμουν ακραία καταθλιπτική. Να βλέπω τη μητέρα μου να πεθαίνει ήταν το χειρότερο πράγμα που έχω δει στη ζωή μου, και η καριέρα μου είχε σταματήσει. Έπρεπε να πάρω την απόφαση να βγω από αυτό και να προχωρήσω. Ποτέ δεν πίστευα ότι ήμουν καλλιτέχνης μέχρι να πεθάνει η μητέρα μου. Το ένιωσα ως το τελευταίο της δώρο προς εμένα»

Η Μάνσον μετακόμισε στις ΗΠΑ το 1996. «Ίσως κάποιες άλλες μπάντες να τα είχαν πάει καλά ζώντας σε διαφορετικές ηπείρους», λέει, «αλλά δεν νομίζω ότι μια τέτοια επιλογή ήταν για εμάς» λέει.

Μέχρι το 2001, η μπάντα πήγε πολύ καλά. Το Version 2.0 το 1998 είχε πουλήσει πολλά αντίτυπα, το Beautiful Garbage επίσης, μέχρι τη στιγμή που άλλαξαν όλα. Και για τη μπάντα και για τον κόσμο ολόκληρο.

«Πρέπει να αναφερθούμε στην καταστροφή που προκάλεσε η 11η Σεπτεμβρίου στις Ηνωμένες Πολιτείες», λέει. «Αυτό άλλαξε εντελώς το σύγχρονο ραδιόφωνο, και θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι δεν έχει πραγματικά ανακάμψει πλήρως από τότε. Η προγραμματισμένη μουσική έγινε πολύ συντηρητική: το ραδιόφωνο έπαιζε μόνο έναν συγκεκριμένο ήχο – μια πολύ καθησυχαστική, μη απειλητική, διασκεδαστική μουσική – και αυτές οι πολύ δυναμικές γυναίκες της δεκαετίας του ’90 απλώς εξαφανίστηκαν. Αυτό ήταν όταν αρχίσαμε να βλέπουμε την άνοδο της πραγματικής μεγα-καπιταλιστικής ποπ. Έχουμε πλημμυρίσει με αυτούς τους ήχους πλέον, εδώ και είκοσι χρόνια».

Η Mάνσον αγαπά την ποπ. Αγαπά την Tέιλορ Σουίφτ («Οι άνθρωποι την κοροϊδεύουν για τους στίχους της επειδή μιλούν για μια εμπειρία που δεν τους ενδιαφέρει, μια πολύ νέα γυναίκα που ενηλικιώνεται, αλλά μην κοροιδεύετε τους εαυτούς σας, η Tέιλορ Σουίφτ είναι ιδιοφυΐα»), αγαπά την Chappell Roan, ωστόσο, καταλήγει με νηφαλιότητα στο συμπέρασμα, ότι η mainstream μουσική έχει ομογενοποιηθεί, με έναν τρόπο στενάχωρο/

Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, το συγκρότημα μπήκε σε παύση. Η μητέρα της Mάνσον διαγνώστηκε με άνοια και πέθανε το 2008.

«Έπαθα μεγάλη ζημιά, ήμουν ακραία καταθλιπτική. Να βλέπω τη μητέρα μου να πεθαίνει ήταν το χειρότερο πράγμα που έχω δει στη ζωή μου, και η καριέρα μου είχε σταματήσει. Έπρεπε να πάρω την απόφαση να βγω από αυτό και να προχωρήσω. Άρχισα να λέω στον εαυτό μου: ‘Είσαι καλλιτέχνης. Το κάνεις αυτό για βιοπορισμό. Το έχεις κάνει πολύ καλά και με επιτυχία όλο αυτό. Μπορείς να το ξανακάνεις. Ας αρχίσεις να γράφεις μουσική και να είσαι μουσικός, κάνε τη δουλειά σου, γέμισε τη με αγάπη και ενδιαφέρον και πάθος. Ποτέ δεν πίστευα ότι ήμουν καλλιτέχνης μέχρι να πεθάνει η μητέρα μου. Το ένιωσα ως το τελευταίο της δώρο προς εμένα» λέει.

«Κατάφερα να βγω από αυτή την πολύ σκοτεινή άβυσσο. Οδήγησα τον άντρα μου στα όρια του. Μου έλεγε ότι πρέπει να σταματήσω να θέλω να σώσω τον κόσμο. Μου έλεγε ότι δεν μπορώ να καταφέρω κάτι τέτοιο. Διαφωνώ, πιστεύω στη μονάδα που αντιστέκεται»

Οι Garbage ανακάλυψαν ξανά τον ενθουσιασμό τους ο ένας για τον άλλο και βρήκαν έναν νέο τρόπο εργασίας όταν επανασυνδέθηκαν το 2010, τη χρονιά που η Mάνσον παντρεύτηκε τον ηχολήπτη της μπάντας, Μπίλι Μπους.

Ο πρώτος της γάμος, με τον Σκωτσέζο καλλιτέχνη Έντι Φάρελ, είχε τελειώσει το 2003.

«Όταν ήμουν νέα, με έσπασα σε χίλια κομμάτια για να κρατήσω αυτή τη μπάντα δυνατή. Σχεδόν με σκότωσε. Το 2012, σκέφτηκα ότι αν το θέλουν όσο το θέλω εγώ, θα το κάνουμε μαζί. Αν δεν, τότε τέρμα. Πλέον αγαπάμε ο ένας τον άλλο, και αν κάποιος από εμάς πέσει, όλη η ομάδα είναι εκεί – μας φροντίζουμε. Αλλά παράλληλα υπάρχουμε ως τέσσερις πυλώνες, έχουμε τεράστια απόσταση μεταξύ μας» διευκρινίζει.

Οι δουλειές τους μετά το 2010 δεν ήταν μεγάλες επιτυχίες. Το άλμπουμ του 2012, Not Your Kind of People, άρεσε στους κριτικούς αλλά δεν έφερε έσοδα, η περιοδεία του 2016 ήταν μια καταστροφή μετά το ατύχημα και το άλμπουμ του 2021, No Gods No Masters, που ήταν ρητά πολιτικό και καταδίκαζε «την καπιταλιστική βραχυπρόθεσμη σκέψη, τον ρατσισμό, τον σεξισμό και τον μισογυνισμό», όπως το είπε τότε, σχεδόν την έκανε «πολύ, πολύ άρρωστη».

«Κατάφερα να βγω από αυτό που φαινόταν σαν μια πολύ σκοτεινή άβυσσο. Και οδηγούσα τον άντρα μου στα όρια του. Μου έλεγε ότι πρέπει να σταματήσω να θέλω να σώσω τον κόσμο. Μου έλεγε ότι δεν μπορώ να καταφέρω κάτι τέτοιο. Ακόμη όμως και αν διαφωνώ μαζί του – πιστεύω στη μονάδα που αντιστέκεται – έπρεπε να σώσω τον εαυτό μου» ξεκαθαρίζει.

Το Let All That We Imagine Be the Light κυκλοφορεί στις 30 Μαΐου (BMG).