Σε μια εποχή που μοιάζει να εξελίσσεται σε έναν παραμορφωτικό «καθρέφτη» της πραγματικότητας, ο ντοκιμαντερίστας Άνταμ Κέρτις και ο σκηνοθέτης Άρι Άστερ παραχώρησαν μια συνέντευξη στον Guardian για να συζητήσουν γύρω από τη σύγχρονη πολιτική σκηνή, την ψηφιακό ατομοκεντρισμό, και το πώς ο κινηματογράφος μπορεί να λειτουργήσει ως καθρέφτης, αλλά και ως μέσο αφύπνισης.

Η νέα ταινία του Άρι Άστερ, Eddington, φέρνει αντιμέτωπους τον Χοακίν Φοίνιξ και τον Πέδρο Πασκάλ, δύο άνδρες με αντικρουόμενες απόψεις για το πώς να βγάλουν τη μικρή τους πόλη από την κρίση του Covid. Είναι επίσης μια ταινία για τη σύγχρονη πολιτική κρίση στις ΗΠΑ και την επίδραση της τεχνολογίας στη ζωή μας.

Η τελευταία σειρά ντοκιμαντέρ του Άνταμ Κέρτις, Shifty, καλύπτει παρόμοια θέματα, αλλά μέσα από το πρίσμα της βρετανικής ζωής κατά την περίοδο της Θάτσερ, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αυτή η εποχή, υποστηρίζει, έφερε μια ουσιαστική μετατόπιση της εξουσίας μακριά από το άτομο και το έθνος-κράτος, αλλαγές που εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι σήμερα.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_m1’); });

«Αυτό που πρέπει να προσπαθούν να κάνουν σήμερα ο δημοσιογραφικός κόσμος και ο κινηματογράφος είναι να εξηγήσουν πώς συνέβη αυτό – να αναγνωρίσουν ότι η αβεβαιότητα είναι ο ρεαλισμός της εποχής μας, γιατί έτσι βιώνουν τον κόσμο οι άνθρωποι σήμερα.»

YouTube thumbnail

Που πάμε; 

Η συνέντευξη ξεκινά με την περιεκτική, αλλά ισχυρή δήλωση: «Κανείς δεν πιστεύει πια στο μέλλον» — μια παραδοχή τρόμου που διακατέχει τους ανθρώπους, όντας εγκλωβισμένοι σε ψηφιακά «κελιά» και πολιτικές φαντασιώσεις .

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_m2’); });

Στην ταινία του Άστερ, Eddington, δύο άνδρες — ο Πασκάλ ως δήμαρχος υπέρ της καραντίνας του Covid-19 και ο Φοίνιξ ως σερίφης ενάντια στα μέτρα — εκπροσωπούν δύο αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές της ατομικής και κοινωνικής ευθύνης, σ’ έναν τόπο όπου όλα μοιάζουν χωρισμένα και αποσυνδεδεμένα.

Ο Κέρτις περιγράφει την ταινίας ως μια απόκριση σε ένα καθεστώς υπερ-ατομικισμού: όταν καταρρέει η κοινή αφήγηση, όταν ο «πατέρας φεύγει από το δωμάτιο», το άτομο απομονώνεται — και η αλήθεια του γίνεται μόνο η δική του αντίληψη.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_middle_2’); });

«Κάτι που μου αρέσει πολύ στην ταινία είναι η αίσθηση ότι, μέχρι εκείνη τη στιγμή, υπήρχε κατά κάποιον τρόπο ένας πατέρας στο δωμάτιο. Τότε, όταν εμφανίζεται ο Covid, ο πατέρας φεύγει και όλες αυτές οι ομάδες μένουν μόνες τους. Όλα τα τελευταία ίχνη εξουσίας, ή μεγάλης εξουσίας, απλά εξαφανίστηκαν. Δεν μπορούν πλέον να δουν τι έχουν κοινό», σχολίασε ο Κέρτις.

Ο κόσμος της παράνοιας

Στο Eddington, αυτή η παράνοια δεν είναι απλώς μια θεματική, αλλά δομικό στοιχείο: η αρχική αντικειμενική ματιά καταρρέει, καθώς οι φαντασιώσεις και οι φόβοι των χαρακτήρων παίρνουν τον έλεγχο.

Η «παράνοια» εδώ δεν εμφανίζεται απλώς ως ατομική ψυχοπαθολογία, αλλά ως συλλογικό κοινωνικό φαινόμενο. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με του Κέρτις και Άστερ, η παράνοια τρέφεται από την κατάρρευση της κοινής πραγματικότητας. Όταν δεν υπάρχει πια ένα αξιόπιστο, κοινά αποδεκτό πλαίσιο για το τι είναι αλήθεια, οι άνθρωποι υποχωρούν σε κλειστούς, προσωπικούς κόσμους, γεμάτους υποψίες για τους άλλους.

googletag.cmd.push(function() { googletag.display(‘300x250_middle_3’); });

Λειτουργεί ως αμυντικός μηχανισμός σε εποχές αβεβαιότητας: οι χαρακτήρες στις ταινίες του Άστερ δεν εμπιστεύονται κανέναν, βλέπουν κρυφές απειλές παντού, και η αφήγησή τους για τον κόσμο είναι διαποτισμένη από φόβο και υποψία.

«Ναι, είναι όλοι παρανοϊκοί», τόνισε ο Άστερ. «Και καθώς αυτές οι μπίλιες αρχίζουν να χτυπούν η μία την άλλη, ήθελα και η ίδια η ταινία να κυριευτεί από αυτή την παράνοια. Στην αρχή προσπαθούσα να κρατήσω μια ευρεία, αντικειμενική στάση, αλλά στη συνέχεια αυτή η αντικειμενικότητα κάπως εξαφανίζεται. Δεν ξέρω αν η ταινία είναι απολιτική ή αν είναι πανπολιτική, αλλά όλες αυτές οι φαντασιώσεις για το τι συμβαίνει αρχίζουν να κυριαρχούν στην ταινία. Αυτή είναι η ιδέα», συνέχισε.

Για τον Κέρτις, η παράνοια ενισχύεται πολιτικά, επειδή χωρίς «μεγάλα αφηγήματα» ή έναν κοινό ορίζοντα μέλλοντος, οι άνθρωποι κολλάνε σε μικρο-θεωρίες και φαντασιακές συνωμοσίες, που συχνά τους στρέφουν τον έναν εναντίον του άλλου.

Με λίγα λόγια, εδώ η παράνοια είναι η μόνιμη κατάσταση ενός κόσμου που έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στο μέλλον και στις κοινές αλήθειες.

«Δεν πιστεύω στο μέλλον και το αναζητώ απεγνωσμένα»

YouTube thumbnail

Η νοσταλγία ως παγίδα και ο τρόπος απελευθέρωσης

Ο Άνταμ Κέρτις, μέσα από το ντοκιμαντέρ του, Shifty, ανασκάπτει τη νοσταλγία ως πολιτικό εργαλείο στην Βρετανία των τελευταίων δεκαετιών. Για τον κινηματογραφιστή, η νοσταλγία νοείται ως ένα από τα σημαντικά εμπόδια για την προοδευτική σκέψη και κοινωνική αλλαγή.

Συγκεκριμένα, τονίζει ότι η νοσταλγία λειτουργεί ως εμπόδιο για το μέλλον, κρατώντας μας καθηλωμένους στον παρελθόν και αποσπώντας μας από την ανάγκη να οραματιστούμε κάτι καλύτερο.

Στην κοινωνία μας, το παρελθόν ανακυκλώνεται επανειλημμένα μέσω των μέσων ενημέρωσης — εικόνες, μουσική, ταινίες — δημιουργώντας έναν βρόχο που μας κρατά σε μια επαναλαμβανόμενη και ασφαλή ανάμνηση, αποτρέποντάς μας από τη δυναμική και επαναστατική σκέψη, περιγράφει ο κινηματογραφιστής.

Πρακτικά, για τον Κέρτις, η νοσταλγία επιτείνει τη διάσπαση του συλλογικού οράματος και μειώνει την ικανότητά μας να ονειρευτούμε και να χτίσουμε ένα νέο, κοινό μέλλον.

Ο Άστερ, αντιθέτως, επιδιώκει μέσα από την ταινία του όχι να καταπιέσει, αλλά να αναδείξει πως οι χαρακτήρες νοσταλγούν ένα ιδεατό παρελθόν — όμως ζουν στο ίδιο παρόν χωρίς κοινό πλαίσιο νοήματος.

Η νοσταλγία —και μαζί η αναπόδραστη αναφορά στο προσωπικό τραύμα— λειτουργεί σαν ένας κύκλος που μας κρατά καθηλωμένους στο παρελθόν. Αντί να κοιτάξουμε μπροστά και να οραματιστούμε κάτι νέο, επαναλαμβάνουμε λόγους του παρελθόντος για το πού βρισκόμαστε τώρα.

«Υπάρχει ένας κύκλος ανατροφοδότησης νοσταλγίας. Όχι μόνο νοσταλγία και τραύμα. Πάντα κοιτάζουμε πίσω στο παρελθόν για να δούμε γιατί βρισκόμαστε εδώ τώρα. ‘Α, είναι επειδή μου συνέβη αυτό’. Σε αντίθεση με – και αυτό είναι που λες πάντα – πού είναι η νέα ιδέα; Πού είναι το όραμά μας για το μέλλον; Επειδή κανείς δεν πιστεύει πια στο μέλλον. Δεν πιστεύω στο μέλλον και το αναζητώ απεγνωσμένα», τόνισε ο Άστερ.

Τι θα πει «πολιτική» ταινία

Ο Κέρτις υπογραμμίζει πως οι ταινίες που αυτοπροσδιορίζονται ως «πολιτικές» συχνά είναι πράγματι το αντίθετο: ενισχύουν τη δικιά σου βεβαιότητα, αποκλείοντας την αυτοκριτική.

Για εκείνον και τον Άστερ, η επιτυχία μιας πολιτικής ταινίας βρίσκεται στο να διεγείρει έναν είδος διανοητικού «καθρέφτη» — να σε αναγκάζει να αναρωτηθείς πού βρίσκεσαι και γιατί σκέφτεσαι όπως σκέφτεσαι.

«Μια καλή πολιτική ταινία κάνει τους ανθρώπους να αναστοχάζονται τον εαυτό τους», σχολίασε ο Κέρτις. «Το πρόβλημα είναι ότι τα τελευταία 30 ή 40 χρόνια, οι ταινίες που αυτοαποκαλούνται πολιτικές είναι στην πραγματικότητα το αντίθετο. Καλλιεργούν το κοινό τους λέγοντάς του: ‘Έχετε δίκιο που σκέφτεστε και πιστεύετε έτσι’. Με αυτόν τον τρόπο, ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να βυθίζονται στην αυταρέσκεια τους και έτσι εμποδίζουν κάθε αυτοανασκόπηση. Αυτό σημαίνει ότι πολλές ‘ριζοσπαστικές ταινίες’ είναι στην πραγματικότητα αντιδραστικές.

«Μια καλή πολιτική ταινία κάνει τους ανθρώπους να αναστοχάζονται τον εαυτό τους»

»Δεν υπάρχει τρόπος να προχωρήσουμε μπροστά, αν οι άνθρωποι δεν αναλογιστούν τα όρια της δικής τους αυταρέσκειας και τους πιθανούς κινδύνους που αυτή ενέχει για την κοινωνία. Αυτό ισχύει τόσο για τους καλοπροαίρετους φιλελεύθερους όσο και για τους ακροδεξιούς ή τους συνωμοσιολόγους της τεχνολογίας: τους εμποδίζει να συνειδητοποιήσουν ότι όλοι μπορεί να αποτελούν μέρος ενός νέου συστήματος εξουσίας που λειτουργεί μέσω της αυξανόμενης κατακερματισμού και της ολοένα και πιο έντονης αυταρέσκειας», συμπλήρωσε.

«Το πιο σημαντικό πράγμα που πρέπει να κάνει τώρα η πολιτική κινηματογραφία είναι να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχει κάτι άλλο πέρα από αυτό – συμπεριλαμβανομένου και του διαδικτύου. Τώρα πια, όλα στις ταινίες προέρχονται από το διαδίκτυο. Αλλά γνωρίζουμε, λογικά, ότι το διαδίκτυο δεν είναι το παν. Υπάρχει και κάτι άλλο, αλλά κανείς δεν μας το λέει», είπε στη συνέχεια.

Αφήγηση δίχως τέλος

Η συνέντευξη ολοκληρώνεται με μια εκ βαθέων παραδοχή: «Κανείς δεν πιστεύει πια στο μέλλον, κι εγώ δεν πιστεύω στο μέλλον», λέει ο Άστερ, αλλά η αναζήτηση συνεχίζεται. Η συλλογική κατάρρευση αφήνει ένα κενό — αλλά το κενό δεν σημαίνει τέλος, ίσως είναι η αφετηρία για μια νέα αφήγηση, αν καταφέρουμε να την φανταστούμε.

«Αυτό που πρέπει να προσπαθούν να κάνουν σήμερα ο δημοσιογραφικός κόσμος και ο κινηματογράφος είναι να εξηγήσουν πώς συνέβη αυτό – να αναγνωρίσουν ότι η αβεβαιότητα είναι ο ρεαλισμός της εποχής μας, γιατί έτσι βιώνουν τον κόσμο οι άνθρωποι σήμερα. Αν δεν το κάνετε αυτό, οι άνθρωποι που ζουν στις φούσκες τους θα σας αντιμετωπίζουν με μεγάλη καχυποψία. Γιατί ξέρουν ότι εμείς, οι δημοσιογράφοι, οι πολιτικοί και όλοι οι ειδικοί, υποφέρουμε από την ίδια αβεβαιότητα. Και ξέρουμε ότι το ξέρουν. Και αυτό γίνεται τοξικό.»