Σε μια από τις πιο αιχμηρές παρεμβάσεις που έχουν ακουστεί μετά την ιστορική εξαγορά της Warner Bros. Discovery από το Netflix, η Τζέιν Φόντα προειδοποιεί ότι η συμφωνία δεν αποτελεί απλώς μια ακόμη αναδιάταξη ισχύος στην ψυχαγωγία, αλλά μια «καταστροφική εξέλιξη» με συνέπειες που, όπως λέει, «μπορεί να διαλύσουν τη δημιουργική μας βιομηχανία».
Μέσα από ανάρτησή της στο Instagram, μέσω του Committee for the 1st Amendment, η διάσημη ακτιβίστρια και ηθοποιός κάνει λόγο για «ανησυχητική κλιμάκωση της συγκέντρωσης ισχύος», επισημαίνοντας ότι η συμφωνία των 82,7 δισ. δολαρίων απειλεί όχι μόνο τον χώρο του θεάματος αλλά και «το δημοκρατικό κοινό που υπηρετεί» καθώς και «την Πρώτη Τροπολογία» του Συντάγματος των ΗΠΑ.
«Καταστροφικός επιχειρηματικός χειρισμός»
Στην ανάρτηση, η Φόντα υποστηρίζει πως η εξαγορά «δεν είναι απλώς ένας καταστροφικός επιχειρηματικός χειρισμός», αλλά «μια συνταγματική κρίση» που, κατά τη γνώμη της, επιτείνεται από την «αδιαφορία της κυβέρνησης για τον νόμο».
Επιπλέον, καλεί το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης και τις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές να αποφύγουν «οποιαδήποτε χρήση της νομικής τους ισχύος» για να αποσπάσουν «πολιτικές παραχωρήσεις» που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το περιεχόμενο ή να περιορίσουν την ελευθερία έκφρασης. Ταυτόχρονα, απευθύνει προειδοποίηση προς το Netflix και «κάθε εταιρεία που εμπλέκεται σε αυτή την καταστροφική συμφωνία», τονίζοντας ότι η ευθύνη τους είναι «να υπερασπιστούν τα δικαιώματά μας – όχι να τα ανταλλάξουν για οικονομικό όφελος».
Voir cette publication sur Instagramdocument.addEventListener(‘DOMContentLoaded’, function () {lazym2();});
Το Χόλιγουντ, πάντως, έχει ήδη εκφράσει έντονη δυσφορία για το mega-deal, με νομοθέτες, παραγωγούς και επαγγελματικά σωματεία να προειδοποιούν για ανατροπές που μπορεί να φτάσουν μέχρι τον πυρήνα της κινηματογραφικής διανομής.
Υπενθυμίζεται ότι μετά από μήνες κλειστών διαπραγματεύσεων, το Netflix επικράτησε της Paramount Skydance του Ντέιβιντ Έλισον και της Comcast, αποκτώντας τελικά τη Warner Bros. Discovery έναντι 27,75 δολαρίων ανά μετοχή. Η ολοκλήρωση της συμφωνίας τοποθετείται στους 12–18 μήνες.

