Η Νταϊάν Λαντ, η πολυβραβευμένη ηθοποιός που απέσπασε τρεις υποψηφιότητες για Όσκαρ Β΄ Γυναικείου Ρόλου — για τις ερμηνείες της στα «Alice Doesn’t Live Here Anymore», «Wild at Heart» και «Rambling Rose» — υποδύθηκε χαρακτήρες που κυμαίνονταν από καυστικά προκλητικούς και βίαια ασταθείς έως ήρεμα αξιοπρεπείς. Πέθανε στις 3 Νοεμβρίου, στο σπίτι της στο Όχαϊ της Καλιφόρνια. Ήταν 89 ετών.
Τον θάνατό της ανακοίνωσε η κόρη της, η Οσκαρική ηθοποιός Λόρα Ντερν. Δεν αναφέρθηκε αιτία θανάτου.

Ρόλοι που έγραψαν ιστορία
Με τα ξανθά μαλλιά και το εκφραστικό πρόσωπό της, η Λαντ δημιούργησε καριέρα άνω των έξι δεκαετιών στο θέατρο, την τηλεόραση και τον κινηματογράφο. Ενσάρκωσε μια ολόκληρη «παρέλαση» από δεσποινίδες του αμερικανικού Νότου: άλλες γλυκές, άλλες με πρωτόγονο ένστικτο εκδίκησης.
Εμφανίστηκε αρκετές φορές στην οθόνη με τη Ντερν, την κόρη της από τον πρώτο της γάμο με τον ηθοποιό Μπρους Ντερν. Οι δύο τους έγιναν το πρώτο ζευγάρι μητέρας–κόρης που προτάθηκε ταυτόχρονα για Όσκαρ για την ίδια ταινία, το «Rambling Rose» (1991).
Από την τηλεόραση του ’50 σε 140 ρόλους
Ξεκινώντας από την τηλεόραση στα τέλη της δεκαετίας του ’50, η Λαντ συγκέντρωσε περισσότερες από 140 συμμετοχές σε ταινίες και σειρές. Προτιμούσε πάντα χαρακτήρες αντισυμβατικούς, ανθρώπους που έλεγαν την αλήθεια χωρίς φίλτρο. Έπαιξε την καυστική σερβιτόρα Flo στο «Alice Doesn’t Live Here Anymore» (Μάρτιν Σκορσέζε, 1974) και τη σκοτεινά προστατευτική μητέρα στο «Wild at Heart» (Ντέιβιντ Λιντς, 1990).
Για δεκαετίες επιδίωκε να κάνει ταινία τη ζωή της Μάρθα Μίτσελ, της εκκεντρικής και αλκοολικής συζύγου του υπουργού δικαιοσύνης του Νίξον. Πίστευε βαθιά στη μεταφυσική, στη μετενσάρκωση και στις εναλλακτικές θεραπείες — αναζητήσεις που εντάθηκαν μετά τον τραγικό πνιγμό της μικρής κόρης της το 1962. Έγινε συγγραφέας και ομιλήτρια, προωθώντας φιλοσοφίες αυτοβελτίωσης.
«Όταν η Σέρλι ΜακΛέιν ήταν έξω στο κλαδί, εγώ είχα ήδη προχωρήσει πιο πέρα στον κορμό», έλεγε.

Από τον Μισισίπι στη Νέα Υόρκη
Γεννημένη στο Μισισίπι, περιέγραφε τον εαυτό της ως «διαισθητικό παιδί». Τελείωσε το καθολικό σχολείο στα 16 και έφυγε για τη Νέα Ορλεάνη αποφασισμένη να γίνει «η καλύτερη ηθοποιός της εποχής μου». Δούλεψε ως μοντέλο και τραγουδίστρια στη Γαλλική Συνοικία και στη συνέχεια ταξίδεψε σε περιοδεύοντα θίασο. Στη Νέα Υόρκη έγινε χορεύτρια στο Copacabana και μαθήτρια του Λι Στράσμπεργκ στο Actors Studio. Πρωταγωνίστησε στο έργο «Orpheus Descending», του Τενεσί Ουίλιαμς.

Το Οσκαρικό ξέσπασμα και η δύσκολη συνέχεια
Η μεγάλη αναγνώριση ήρθε με το «Alice Doesn’t Live Here Anymore» (1974). Παρά την υποψηφιότητα για Όσκαρ, απογοητεύτηκε που δεν κέρδισε, σχολιάζοντας αιχμηρά την Ίνγκριντ Μπέργκμαν που παρέλαβε το βραβείο.
Στη συνέχεια συνέχισε με ποικίλους ρόλους σε τηλεόραση και κινηματογράφο, μεταξύ των οποίων και η συμμετοχή της στο «National Lampoon’s Christmas Vacation» (1989). Ακολούθησαν η δεύτερη υποψηφιότητά της για Όσκαρ με το «Wild at Heart» και η τρίτη με το «Rambling Rose».

Στη δεκαετία του ’90 έλαβε υποψηφιότητες για Emmy για εμφανίσεις σε σειρές όπως «Dr. Quinn, Medicine Woman», «Grace Under Fire» και «Touched by an Angel». Από το 2011 έως το 2013 έπαιξε ξανά τη μητέρα της Λόρα Ντερν στη σειρά «Enlightened».
Μέχρι πρόσφατα συνέχισε να εργάζεται, με ρόλο–γιαγιά στη σειρά «Chesapeake Shores». Έγραψε βιβλία και δίδαξε σε σεμινάρια.
«Οι περισσότεροι ηθοποιοί έχουν θεραπευτική δύναμη», έλεγε. «Γιατί έχουν μάθει να στέλνουν την ενέργειά τους πέρα από τα φώτα της σκηνής.»
*Με πληροφορίες από: The Washington Post

