Λίγο πριν κλείσει τα 88 και την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου We Did OK, Kid (4 Νοεμβρίου), ο σερ Άντονι Χόπκινς ανοίγει ένα σπάνιο «παράθυρο» στη ζωή και τη σκέψη του. Σε μια εκ βαθέων συνέντευξη στους New York Times, ο σπουδαίος Ουαλός ηθοποιός, βραβευμένος με δύο Όσκαρ για τη «Σιωπή των Αμνών» και το «The Father», μιλά χωρίς φίλτρα για τα παιδικά του χρόνια, τη μάχη με τον αλκοολισμό, την αποξένωση από την κόρη του και τη φιλοσοφία που καθοδηγεί πια την καθημερινότητά του.
«Το μόνο νόημα που μπορώ να δώσω είναι πως όλα όσα αναζήτησα, με βρήκαν εκείνα. Δεν τα βρήκα εγώ. Εκείνα ήρθαν σε μένα.»

Η νύχτα της 29ης Δεκεμβρίου 1975
«Ήμουν μεθυσμένος, οδηγούσα στην Καλιφόρνια χωρίς να ξέρω πού πάω. Τότε συνειδητοποίησα ότι θα μπορούσα να έχω σκοτώσει κάποιον — ή εμένα τον ίδιο. Εκείνη τη στιγμή κατάλαβα πως ήμουν αλκοολικός», θυμάται ο Χόπκινς για τη νύχτα της 29ης Δεκεμβρίου 1975, την οποία χαρακτηρίζει ως «στιγμή θαύματος».
«Μια φωνή μέσα μου είπε: ‘Τελείωσε. Τώρα μπορείς να αρχίσεις να ζεις.’ Από τότε, η ανάγκη για ποτό εξαφανίστηκε. Δεν έχω θεωρίες. Ίσως ήταν Θεός, ίσως η ίδια η ζωή που μιλά μέσα μας.»

Η εφηβεία
Ανατρέχοντας στα εφηβικά του χρόνια, ο 87χρονος ηθοποιός αφηγείται πώς μια φράση του πατέρα του άλλαξε τη μοίρα του. «Ήμουν 17 και όλοι με θεωρούσαν χαζό. Ο πατέρας μου είδε τους βαθμούς μου στο σχολείο και είπε: ‘Δεν ξέρω τι θα απογίνεις.’ Του απάντησα: ‘Μια μέρα θα σου δείξω.’ Και το έκανα. Εκείνη τη μέρα αποφάσισα να σταματήσω να παίζω τον ρόλο του ανίκανου. Ξύπνα και ζήσε, είπα στον εαυτό μου. Συμπεριφέρσου σαν να είναι αδύνατο να αποτύχεις.»
Από τον φούρνο του πατέρα του στην Ουαλία ως τη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου στο Λονδίνο και το κινηματογραφικό του ντεμπούτο πλάι στην Κάθριν Χέπμπορν στο The Lion in Winter (1968), ο Χόπκινς αποδίδει τα πάντα σε μια αόρατη δύναμη τύχης. «Όταν βλέπω την ταινία, σκέφτομαι: Πώς συνέβη αυτό; Γιατί εγώ; Δεν ξέρω. Είναι το παιχνίδι της ζωής.»
«Μια φωνή μέσα μου είπε: ‘Τελείωσε. Τώρα μπορείς να αρχίσεις να ζεις.’ Από τότε, η ανάγκη για ποτό εξαφανίστηκε. Δεν έχω θεωρίες. Ίσως ήταν Θεός, ίσως η ίδια η ζωή που μιλά μέσα μας.»

«Όταν σε σκεπάσουν με χώμα, τελείωσε»
Παρά τη μυθική του πορεία, απορρίπτει κάθε έννοια «κληρονομιάς». «Όταν σε σκεπάσουν με χώμα, τελείωσε. Δεν σκέφτομαι την υστεροφημία. Θυμάμαι στην κηδεία του Λόρενς Ολίβιε, όταν η Μάγκι Σμιθ ψιθύρισε ‘Τι αυλαία’. Κι εκεί κατάλαβα: όλη αυτή η ενέργεια της ζωής χάνεται, αλλά τι θαύμα που υπήρξε.»
Όσο για την υποκριτική, τη βλέπει με βλέμμα που θυμίζει απομυθοποιήση: «Η υποκριτική δεν είναι αλήθεια, είναι διασκέδαση. Με ρωτούν πώς έπαιξα τον μπάτλερ στα Απομεινάρια μιας Μέρας. Τους λέω: ‘Ήμουν ήσυχος και ακίνητος.’ Πώς έπαιξα τον Χάνιμπαλ Λέκτερ; Έκανα το αντίθετο απ’ ό,τι περίμεναν. Είναι απλό.»
«Δεν σκέφτομαι την υστεροφημία. Θυμάμαι στην κηδεία του Λόρενς Ολίβιε, όταν η Μάγκι Σμιθ ψιθύρισε ‘Τι αυλαία’. Κι εκεί κατάλαβα: όλη αυτή η ενέργεια της ζωής χάνεται, αλλά τι θαύμα που υπήρξε.»

Η σχέση με την κόρη του και η μοναξιά
Η πιο συγκινητική στιγμή της συνέντευξης έρχεται όταν αναφέρεται στην αποξένωσή του από την κόρη του, Άμπιγκεϊλ.
«Η γυναίκα μου της έστειλε πρόσκληση να μας δει. Καμία απάντηση. Της εύχομαι τα καλύτερα, αλλά δεν θα σπαταλήσω αίμα γι’ αυτό. Αν θες να ζεις με μνησικακία, καλή τύχη. Δεν κρατώ κακία. Έκανα ό,τι μπορούσα. Τέλος.»
Ο ίδιος αυτοχαρακτηρίζεται «μοναχικός», χωρίς στενούς φίλους, αλλά όχι απομονωμένος. «Έχω συναισθήματα, βαθιά μέσα μου. Δεν προσκολλώμαι σε κανέναν, όμως έχω οικογένεια, ταξιδεύω, δουλεύω. Είμαι ευτυχισμένος έτσι.»
Κλείνοντας, ο Χόπκινς αποκαλύπτει πώς αντιλαμβάνεται το «νόημα» της ζωής: «Το μόνο νόημα που μπορώ να δώσω είναι πως όλα όσα αναζήτησα, με βρήκαν εκείνα. Δεν τα βρήκα εγώ. Εκείνα ήρθαν σε μένα.»

